Η πανούκλα στα χρόνια της τεχνολογίας

Καταρχήν, να υπενθυμίσω ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει τέτοιες καταστάσεις. Υπενθυμίζω ενδεικτικά, στην λογοτεχνία, τον λοιμό που έπεσε στο στρατόπεδο των Αχαιών όταν πολιορκούσαν την Τροία, τον λοιμό που είχε πέσει στην Θήβα επί εποχής Οιδίποδα, την πανούκλα στο «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου, την «Πανούκλα» του Καμύ, τον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας» του Μάρκες, το «Παιχνίδι της σφαγής» του Ιονέσκο το οποίο παρότι γραμμένο το 1970, οι έξοχοι διάλογοι του, μας θυμίζουν πλήρως την σημερινή κατάσταση των απαγορεύσεων. Ας θυμηθούμε επίσης στα καθ’ ημάς το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Βαρδιάνος στα σπόρκα» αλλά και τον «Λοιμό» του Φραγκιά. Ανάλογα θέματα έχει διαπραγματευτεί κατά καιρούς το Χόλιγουντ ( Contagion κλπ).
Και, όσον αφορά συνθήκες πραγματικότητας, τον λοιμό των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, την πανούκλα στον Μεσαίωνα, (ας θυμηθούμε στην «Έβδομη σφραγίδα» την παρτίδα σκάκι με τον Χάρο όπως και την εξαιρετική σκηνή στο τέλος της ίδιας ταινίας με τον Χάρο να σύρει την πομπή) την ισπανική γρίπη, την νόσο των τρελών αγελάδων, την νόσο των πτηνών, τον Έμπολα που φαινόταν ασυγκράτητος κ.λπ. Δεν είναι η πρώτη φορά, λοιπόν, που η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει παρόμοιες με την σημερινή καταστάσεις και επιβιώνει. Όπως θα επιβιώσουμε κι εμείς. Σημασία έχει με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.

Του Δρ. Φώτη Καγγελάρη,
Ψυχοπαθολόγου,
Επιστημονικού Συνεργάτη
Τμήματος Φωτογραφίας & Οπτικοακουστικών Τεχνών

Τι συμβαίνει στον ψυχισμό του ανθρώπου σε μία τέτοια κατάσταση; Αυτό που συμβαίνει ουσιαστικά είναι μία τρύπα, μία ρήξη στο νόημα μέσα στο οποίο κινούμαστε και κινείται η ζωή μας. Η βίωση της πραγματικότητας, ο χρόνος, η σχέση μας με τα πράγματα , τον εαυτό μας και τον άλλο είναι θέμα νοήματος, μέσα στο νόημα κινούμαστε και ζούμε. Μία ρήξη του νοήματος σημαίνει ότι συμβαίνει κάτι το ακατανόητο και ταυτόχρονα τρομακτικό το οποίο καταρχήν μας αφήνει άναυδους. Στη συνέχεια προσπαθούμε να αρθρώσουμε λέξεις, σκέψεις, δηλαδή, νοήματα που θα κλείσουν το κενό που έχει ανοίξει. Μια ρήξη του νοήματος επιτρέπει την ανάδυση αρχαϊκών διεργασιών διάλυσης του σώματος και του εαυτού, την ανάδυση εξωλογικών μορφωμάτων του ασυνειδήτου, βαθιά θαμμένων. Γι’ αυτό και μερικά άτομα «αρνούνται» τον άμεσο θρήνο μπροστά σ’ ένα πένθος: ο ψυχισμός κερδίζει χρόνο ανασυγκρότησης και πενθεί μετά.
Η ενοχή, σαν να φταίμε εμείς γι’ αυτό που συμβαίνει, (οι αμαρτίες μας, γι’ αυτό κι ο Θεός…) είναι επίσης ένας τρόπος απόδοσης νοήματος στο ακατανόητο. Γι’ αυτό και το Χόλιγουντ συχνά αποδίδει συμφορές, επιδημίες, τέρατα σε λάθη του ανθρώπου που επέτρεψε πχ να ξεφύγει ο ιός από το εργαστήριο. Έστω κι αν φταίμε είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης του άρρητου με νόημα, είναι προτιμότερο να φταίμε και να υπάρχει νόημα, εξήγηση.
Οι ίδιοι οι τρόποι άμυνας, που θα τους δούμε παρακάτω, είναι τρόποι επούλωσης του τραύματος, του νοήματος.
Ας το δούμε σαν έναν σεισμό. Καταρχήν, μερικά δευτερόλεπτα μένουμε άναυδοι γιατί αυτό που συμβαίνει δεν εντάσσεται μέσα στην ακολουθία του νοήματος. Οι πρώτες λέξεις που θα αρθρώσουμε: «σεισμός», «ωχ», «θεέ μου», «μάνα μου» είναι απόπειρες να επανευρεθούμε πάλι μέσα στο νόημα, μέσα στις σημασίες. Οι λέξεις είναι ο επουλωτικός ιστός του νοήματος. Κι εμείς εδώ, στην εκπομπή, με λέξεις προσπαθούμε να κλείσουμε την οπή στον ιστό του νοήματος, όπως και όλα τα άρθρα που γράφονται μετά μανίας αυτό τον καιρό αποσκοπούν στο κλείσιμο του χάσματος. Θα έχουμε προσέξει ότι όταν ένα άτομο δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί το άγχος του μιλά ακατάπαυστα σαν μια προσπάθεια αφενός ρευστοποίησης και αποβολής του άγχους αφετέρου επούλωσης του αδιαχείριστου αιφνίδιου που του έχει συμβεί.

Θα έλεγα εδώ ότι και αυτοί που θέλουν να αγνοούν τον κίνδυνο, φοβούνται εξίσου. Μόνο που θέλουν να αγνοούν τον φόβο τους με το να αγνοούν τον κίνδυνο. Είναι ένας κάποιος τρόπος να προλάβουν τον πανικό και την αγωνία τους. Είναι, ωστόσο, τα ίδια άτομα και κινούνται από τους ίδιους μηχανισμούς κατευνασμού της αγωνίας με τα άτομα που αντιμετωπίζουν μια σοβαρή ασθένεια. Η αγωνία τους εμπίπτει στην ίδια περίπτωση με έναν σοβαρά ασθενή ο οποίος κινητοποιώντας τον μηχανισμό της «αγνόησης» θέλει να αγνοεί την σοβαρότητα της κατάστασής του λέγοντας: «Σιγά, δεν είναι τίποτα».

Είναι, ακόμα, τα άτομα που νομίζουν ότι διαθέτουν μια παντοδυναμία, ότι είναι υπεράνω των κοινών θνητών οι οποίοι μπορούν να πεθάνουν, αλλά όχι αυτοί. Πρόκειται για μια ανώριμη συναισθηματική κατάσταση, την ίδια που τους κάνει και τρέχουν με την μηχανή τους στην βροχή. Αγνοούν τον κίνδυνο γιατί αισθάνονται χωρίς όρια, κάπως σαν θεοί: τίποτα δεν μπορεί να εξουσιάσει τη ζωή τους παρά μόνο η ανώριμη επιθυμία τους. Θα συγκρίναμε τα άτομα αυτά με την κατάσταση της ψύχωσης όπου το άτομο ζώντας μια θεϊκή διάσταση του εαυτού του αγνοεί την πραγματικότητα και τα όρια του. Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος είναι πάντοτε ο θάνατος του άλλου και που στην προκειμένη περίπτωση γίνεται άλλοθι κυριολεξίας, απαλλαγή από τον δικό μου.
Αυτή η τάση γι’ ανυπακοή είναι τελικά η τάση του ανώριμου παιδιού, να μην δεχθεί το Νόμο, να τον παραβλέψει, να κάνει ζαβολιά; Και ιδιαίτερα στην περίπτωση του Έλληνα ξέρουμε, για λόγους που έχουν αναλυθεί πολλάκις και πηγαίνουν πολύ μακριά μέσα στο χρόνο, ότι η σχέση του με το κράτος και την πολιτεία (όπως και με τον Ορθό Λόγο) δεν ήταν ποτέ αγαστές, ήταν σχέση κρυφτού, κυνηγητού, φόβου και απαξίωσης. Ωστόσο, στην περίπτωση του κορωνοϊού, είδαμε ότι η πλειοψηφία συμμορφώθηκε προς τις υποδείξεις. Έχουμε ωριμάσει και αποδεχόμαστε το Νόμο; Φόβος; Ή, ο Νόμος έγινε αποδεκτός επειδή εκφράστηκε με ταπεινότητα εκ μέρους της ιατρικής εκπροσώπησης και δεν έδωσε δυνατότητα σύγκρουσης;

Μ’ έναν γενικότερο τρόπο, όμως, αυτή η κατάσταση μας αφορά όλους γιατί θεωρούσαμε ως δεδομένο έναν τρόπο ζωής, όπως είχαμε την εντύπωση ότι κατευθύνουμε και εξουσιάζουμε την πραγματικότητα. Δηλαδή, μας φαινόταν αδιανόητο το να συμβεί κάτι που θα ήταν εκτός του ελέγχου μας, που θα απέτρεπε τα σχέδια ή την ρουτίνα μας, παρότι, μπορεί και να παρακαλούσαμε μέσα μας για μια ανατροπή όταν η ψυχή μας κάποιες φορές είχε τελματώσει.
Θεωρούμε δεδομένη την υγεία μας ενώ δεν είναι. Γιατί, αν ήταν δεν θα αρρωσταίναμε ή ακόμα χειρότερα δεν θα πεθαίναμε.
Χρειάζεται κανείς να χάσει κάτι: την ακοή του, την ικανότητα να περπατάει, να μιλάει, για να εννοήσει ότι δεν είναι δεδομένα.

Και έρχομαι τώρα εδώ στο κύριο σημείο της συζήτησής μας, που είναι αυτό της απώλειας.
Τι έχουμε χάσει;
Την χωρίς όρια επιθυμία μας η οποία τώρα δεν είναι δεκτή από την πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που είναι άλλη από αυτή που θεωρούσαμε ως τώρα και κινούμασταν μέσα σ’ αυτήν. Η σύγκρουση επιθυμίας-πραγματικότητας καταλήγει κατά της πρώτης. Έτσι, έχουμε απώλεια του εαυτού μας, του εαυτού εκείνου που θέλουμε για εμάς, με αποτέλεσμα την απόσυρση, την κατάθλιψη, τις αγχώδεις εκδηλώσεις, τις ψυχαναγκαστικές διαταραχές, ίσως, κάποιες φορές παραληρητικές εκδηλώσεις σε αναπλήρωση μιας χαμένης πραγματικότητας, σαν την περίπτωση του ατόμου που μπήκε στο σούπερ μάρκετ και φώναζε: «Έχω κορωνοϊό».
Εξάλλου, όλες αυτές οι εκδηλώσεις με κύριες το άγχος και την κατάθλιψη, είναι απόπειρες άμυνας απέναντι στην κατάσταση, που, όμως, τελικά, στρέφονται εναντίον του ατόμου.
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι μέσα στην κατάσταση αυτή έχουμε χάσει την έννοια του δεδομένου, του αυτονόητου που δεν υπήρχαν ποτέ, άλλωστε, αλλά που μέσα στην μακαριότητα του ναρκισσισμού μας θεωρούσαμε αυτονόητο. Σαν ο κόσμος που ζούσαμε, με την ταχύτητα των κινήσεων μας, την άμεση και ρηχή πρόσβαση στο θέλω, την έλλειψη εσωτερικών αντιστάσεων να ήταν ένας κόσμος εξωπραγματικός από τον οποίο ξαφνικά προσγειωνόμαστε στην κοινή πραγματικότητα.

Σημειωτέον, ότι ο αποκλεισμός μας για ένα διάστημα από την πραγματικότητα όταν συνάδει με την επιθυμία μας, δεν δημιουργεί προβλήματα. Το αντίθετο. Λέμε «ας κρατούσε κι άλλο», π.χ. ένα παιδί μπορεί να περάσει μέρες στο δωμάτιό του με το νέο του παιχνίδι. Δύο εραστές, να μην βγουν καθόλου από το σπίτι. Ένας συγγραφέας να μην καταλάβει πως πέρασε τόσο καιρό κλεισμένος.
Στην περίπτωση του κορωνοϊού, όμως, υπάρχει απώλεια, δηλαδή ταπείνωση της επιθυμίας από την πραγματικότητα, χωρίς άμεσο όφελος ειμή μόνο την διάσωση της ζωής, κάτι που δεν είναι και τόσο καλά αντιληπτό το τι σημαίνει, αφού, αφενός ζούμε και αφετέρου κάποιες φορές η αντιπαράθεση μεταξύ των ειδικών επιφέρει τέτοια σύγχυση που ενσπείρει αμφιβολία για αυτόν τούτο τον κίνδυνο.
Σαν να σκέφτεται το άτομο: «Αφού, ούτε οι ειδικοί δεν ξέρουν».

Όλα αυτά φτιάχνουν ένα εκρηκτικό μείγμα το οποίο καταλήγει στο ανοσοποιητικό. Είναι γνωστό ότι το άγχος, η κατάθλιψη, η ενοχή, ο θυμός καταπονούν το ανοσοποιητικό με αποτέλεσμα να είναι πιο ευάλωτο στην επίθεση ιών, μικροβίων, και όχι μόνο.
Δηλαδή, έχουμε το παράδοξο φαινόμενο η προφύλαξη να επιφέρει το αποτέλεσμα που θέλουμε να αποφύγουμε.

Η αμηχανία μας, ο εκνευρισμός μας, η ένταση προέρχονται από το γεγονός ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι προσωπικό, δηλαδή είτε να αντικρούσουμε τον ιό είτε να μην μπορούμε να επινοήσουμε τρόπους αντίδρασης μέσα στο σπίτι. Αυτή η απραξία δεν μας επιτρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας σε αυτό που κάνουμε. Γιατί, ότι και να κάνουμε στην ζωή μας είναι ένας καθρέφτης να βλέπουμε τον εαυτό μας. Ο ιός μας επιβάλλει να βλέπουμε τον εαυτό μας στον άβολο καθρέφτη των κινήσεων μέσα στο σπίτι. Ακόμα χειρότερα, μας επιβάλλει να δούμε την ενδεχόμενη ένδεια του εαυτού μας όταν ζητάμε βοήθεια από το κινητό μας και μετά από τον υπολογιστή μας και μετά από την τηλεόραση και μετά πάλι από το κινητό μας…
Είναι σαν να περνάμε σε κατάσταση ανυπαρξίας, πράγμα που δημιουργεί θυμό μέσα μας, αφού η κυρίαρχη σκέψη είναι ότι μπορώ να κάνω ότι θέλω. Και ακόμα χειρότερα, ο θυμός αυτός δεν έχει αντικείμενο αφού ο εχθρός είναι αόρατος, πράγμα που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως συνώνυμο του ανύπαρκτου, όπως είχε συμβεί με το ατύχημα του Τσέρνομπιλ. Μήπως, ο θυμός και το ξέσπασμα της έντασης ενάντια σε πρόσωπα και καταστάσεις αυτή την περίοδο είναι ένας τρόπος να αποκτήσει πρόσωπο ο εχθρός;

Στην περίπτωση μας, λοιπόν, το κλείσιμο στο σπίτι θα πρέπει να λειτουργήσει ως έξοδος. Έξοδος με όσα μπορούμε να κάνουμε μέσα στο σπίτι και που πριν μέσα στο διαρκές έξω δεν μπορούσαμε να κάνουμε ποτέ. Και, δεν εννοώ τόσο τακτοποιήσεις, ταινίες, κ.λπ. όσο σχέδια, απολογισμό, σχέσεις, αν θέλετε, να το πω διαφορετικά, την κατάρριψη της παντοδυναμίας μας, την αποδοχή του απρόοπτου, του τυχαίου, του ανεξέλεγκτου στη ζωή μας, την αποδοχή της απώλειας και του θανάτου ως στοιχεία αυτής τούτης της αρτιότητας και της ζωής. Την αποδοχή της έλλειψης ως πληρότητας. Τώρα, είναι ευκαιρία να ρυθμίσουμε τη ζωή μας αλλιώς. Δεν είμαστε τόσο κύριοι του εαυτού μας όσο νομίζουμε. Και ακριβώς, παρότι η προσπάθεια μας αποσκοπεί στο να κλείσει η οπή του νοήματος, να επουλωθεί το τραύμα, να το χαρακτηρίσουμε ως εφιάλτη, δηλαδή κάτι εξωπραγματικό, ωστόσο δεν πρέπει να κλείσει τελείως, σαν να μην συνέβη ποτέ. Γιατί αυτό θα σημαίνει ότι τίποτα δεν έχουμε διδαχθεί. Δεν θα έχουμε διδαχθεί το μέγα μάθημα της απώλειας ως οδού της ζωής, του πένθους ως προϋπόθεση της πληρότητας, τον αποχωρισμό και τον αποχαιρετισμό ως δυνατότητα του επόμενου βήματος. Η ζωή είναι ένα διαρκές μάθημα στους αποχαιρετισμούς. Το νόημα της ζωής μας είναι το σύνολο των επιθυμιών και των αποχαιρετισμών.
Ο Μ. Γκέιτς προειδοποιούσε πριν λίγα χρόνια σ’ ένα συνέδριο ότι ο κίνδυνος που θα έχει ν’ αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα στο μέλλον θα προέρχεται από ασθένειες. Ουδείς εισάκουσε. Σαν να μην αφορούσε αυτή την ανθρωπότητα αλλά κάποια άλλη, σαν τα ατυχήματα με αυτοκίνητο το Σ/Κ να μην αφορούν εμάς αλλά πάντα τον άλλο. Και όμως, η ίδια η λέξη «ατύχημα» μιλά για τον παράγοντα του (αριστοτελικού) «τυχαίου» τον οποίο, ωστόσο, λαμβάνουμε υπ’ όψη μας μόνο εκ των υστέρων.

Και, κυρίως, να σκεφτόμαστε το μετά.
Ίσως, θα αυτοκτονούσαν λιγότεροι εάν μπορούσαν να σκεφτούν μέσα στην κορύφωση της απελπισίας τους ότι υπάρχει το «μετά», δηλαδή ο ναρκισσισμός τους θα άντεχε την απώλεια εάν την οριοθετούσε στο χρόνο. Ότι, αυτό που ζουν τώρα, θα τελειώσει, ότι υπάρχει όριο.
Κι’ αυτό που περνάμε τώρα έχει όριο. Μπορεί να μην το βλέπουμε ακόμα, αλλά το ξέρουμε ότι υπάρχει, επειδή ακριβώς υπάρχει το «μετά». Αυτό είναι σίγουρο. Η έννοια του «μετά», δηλαδή, η έννοια του χρόνου, η έννοια της διαχείρισης του χρόνου θα μας επιτρέψει τις λιγότερες δυνατές απώλειες, να δούμε το τέλος αυτής της κατάστασης. Όπως ονόμασε ο Χόκνευ τον τελευταίο του πίνακα, μια συστάδα ναρκίσσων στον αγρό: «τίποτα δεν μπορεί ν’ ανακόψει την άνοιξη».

Κάτι ακόμα. Είδαμε μέσα σε αυτήν την κατάσταση ότι η χρήση της τεχνολογίας ήταν ένα άλλο επίπεδο πραγματικότητας μέσα στο οποίο μπορούμε να κινηθούμε. Σαν να υποκαθιστούμε την ζώσα επικοινωνία, με την επικοινωνία της τεχνολογίας. Αυτό, ενδεχομένως, και μετά την λήξη της κατάστασης να αφήσει ένα αποτύπωμα το οποίο να προσδιορίσει και την συνέχεια στις ζωές των ανθρώπων. Εννοώ, η επιθυμία πια, να μην έχει νόημα αφού δεν θα μπορεί να συγκρούεται και να διεκδικεί από μία πραγματικότητα η οποία θα είναι από αζήτητη έως άχρηστη, αφού θα έχει υποκατασταθεί από την τεχνολογία. Η επιθυμία οφείλεται στην έλλειψη αλλά αν δεν υπάρχει έλλειψη, αφού η πραγματικότητα της τεχνολογίας θα έχει υποκαταστήσει την πραγματική πραγματικότητα, τότε πως θα τραφεί η επιθυμία; Η κατάσταση που ζούμε προοιωνίζει το τέλος της επιθυμίας, δηλαδή της φύσης του ανθρώπου, όπως έλεγε ο Σπινόζα; Το τέλος της προσωπικής επιθυμίας, ίσως. Αλλά όχι και το τέλος της έτοιμης επιθυμίας, εκείνης που θα προσφέρεται α λα κάρτ από το σύστημα και το οποίο θα προστρέξει να καλύψει το κενό με επιθυμίες στα μέτρα του καθενός, αλλά κατ’ αρχήν του συστήματος. Σαν να δίνουμε την ευθύνη της επιθυμίας μας στον άλλο που θα κανονίζει για εμάς τί είναι αυτό που θέλουμε, όπως όταν ρωτάμε τον σερβιτόρο «τι να πάρω;» ή να αναθέτουμε σ’ ένα γραφείο ταξιδίων το πρόγραμμα του ταξιδιού που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι το ταξίδι της ζωής μας. Και μπορεί έτσι ν’ αποφεύγουμε την ενοχή της απόλαυσης αφού άλλος αποφάσισε για την επιθυμία μας, μπορεί έτσι να βρισκόμαστε στο ανήκειν στο σύνολο θα έλεγε η Μπάτλερ, αλλά μήπως έτσι χάνουμε τη ζωή μας; Εκτός και το ζητούμενο είναι αυτό.
Ήδη, σ’ ένα παλιότερο κείμενό του, ο πρόσφατα τεθείς υπό αμφισβήτηση Αγκάμπεν επεσήμαινε ότι η χρήση της τεχνολογίας επιφέρει την αλλοτρίωση του χρήστη. Θα έλεγα ότι, ο χρήστης μπορεί να κινηθεί «ελεύθερος» εντός των «οδηγιών» της συσκευής του. Θα έλεγα, ακόμα, ότι, η συσκευή δεν αποσκοπεί να είναι χρήσιμη ή ευχάριστη στο χρήστη αλλά χρησιμοποιεί τον χρήστη για την δική της ευχαρίστηση και σκοπό. Για επιπτώσεις μιλούσε πρόσφατα και ο Χαράρι.
Θα δούμε, αν οι επιπτώσεις είναι παροδικές ή αν πρόκειται για εμβάθυνση της ανθρωπολογικής μεταβολής που έχει αρχίσει πολύ πριν την επιδημία. Ή, αν τελικά το ανοσοποιητικό της ελευθερίας και της επιθυμίας αντιδράσει και κλείσει την παρένθεση.

Μέχρι τότε, θυμίζω το σύνθημα των παλιών αριστερών:
«Τρώμε το φαΐ μας, αγαπάμε το κελί μας, διαβάζουμε πολύ».

Προηγούμενο άρθροΧαρτογράφηση της εξάπλωσης της πανδημίας του Κορονοϊού από το ΠΑΔΑ
Επόμενο άρθροΕλευθερία του Ατόμου, Κοινωνική Συμπεριφορά και Covid-19