Όταν πρωτάκουσα για τον Covid-19 το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό δεν ήταν η ιδέα ενός ιού, η εξάπλωση του οποίου θα έπαιρνε χαρακτηριστικά πανδημίας, αλλά ο τίτλος μιας ταινίας του Τζέιμς Μποντ («Δρ Νο») ή του Τομ Κρουζ στις «Επικίνδυνες Αποστολές» («Fallout»).
Στη συνέχεια, όμως, η πραγματικότητα παραμέρισε βίαια τη φαντασία, υπήρξε πολύ σκληρή και ο κόσμος άρχισε να μετρά τις τρομακτικές επιπτώσεις μιας πανδημίας που έως τότε είχαμε ζήσει μόνο στη μεγάλη οθόνη («Contagion» με τη Μαριόν Κοτιγιάρ, «Outbreak» με τον Ντάστιν Χόφμαν).
Λίγο αργότερα, η πραγματικότητα ντύθηκε με ακόμα πιο σκοτεινά χρώματα, όταν εφαρμόστηκε η καραντίνα σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο, οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια τους και οι στατιστικές κρουσμάτων και θανάτων από την πανδημία πήραν τη θέση του μετρονόμου μιας θλιβερής καθημερινότητας.
Οι παλιές ισορροπίες που χαρακτήριζαν τις σχέσεις των ανθρώπων διαταράχτηκαν ανεπανόρθωτα, όπως και η ίδια η ζωή, η απόλαυση των απλών πραγμάτων…
Ένα νέο μοντέλο απασχόλησης εγκαινιάζεται, η τηλεργασία, όπου κυριαρχούν οι τηλεδιασκέψεις, η τηλεκπαίδευση, οι επαφές μέσω Skype, τα άπειρα e-mails.
Ο χρόνος εργασίας εν μέσω Covid-19 διαστέλλεται επικίνδυνα, οι νύχτες και οι μέρες χάνουν τα διακριτά όριά τους, το ίδιο γίνεται και με τις εβδομάδες, τους μήνες.
Μέρες, εβδομάδες, μήνες γίνονται απλώς αριθμοί, αριθμοί που απαιτούν διεκπεραίωση… όλο και περισσότερα πράγματα απαιτούν διεκπεραίωση πια. Μετατρέπονται σε ένα αδηφάγο εργασιακό πεδίο που ζητά όλο και περισσότερο χρόνο προς κατανάλωση.
Η έννοια του χρόνου, όπως τη γνωρίζαμε, μικραίνει και ομογενοποιείται.
Αυτός ο νέος τρόπος «ψηφιακής ζωής» χαρακτηρίστηκε από πολλούς «πρόοδος» σε μια καθημερινότητα όπου ο ελεύθερος χρόνος, εν μέσω πανδημίας, μειώθηκε αισθητά καθ’ ομολογία φίλων και γνωστών και η εργασία επεκτάθηκε σε ολόκληρο το 24ωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα.
Τρόμαξα αναλογιζόμενος την «τεχνολογική παγίδα» της προόδου που έτρεχε πολύ γρήγορα και προγραμματισμένα την περίοδο της πανδημίας. Άκουγα ότι οι πωλήσεις μέσω Διαδικτύου αυξάνονταν με ταχύτατους ρυθμούς, όπως και η αγορά ηλεκτρονικών υπολογιστών και τηλεοράσεων. Ο άνθρωπος, ακινητοποιημένος, «προστατευμένος» στο σπίτι του, φοβισμένος, προπονείται για έναν μελλοντικό τρόπο ζωής που κάποιοι ονομάζουν πρόοδο, εξέλιξη.
Η ιδέα με τρομάζει, με τρομοκρατεί και για να ξορκίσω τον Covid-19, την καραντίνα, επιχειρώ να ξεχωρίσω ένα μέρος από τα πρόσφατα ταξίδια μου, όπου δεν υπάρχει τεχνολογικός πολιτισμός, Η/Υ, κινητά τηλέφωνα, ούτε καν ηλεκτρικό ρεύμα.
Προσπαθώ να βρω έναν τόπο όπου ο μετρονόμος της ζωής είναι οι εναλλαγές της μέρας με τη νύχτα, οι εποχές, ο καιρός, όπως γινόταν από τη γέννηση του κόσμου.
Καταλήγω ότι αυτός μπορεί να είναι τα χωριά των Πανγκαλάνες στην ανατολική Μαδαγασκάρη.
Για να φτάσει κανείς σε αυτά παίρνει τον εθνικό δρόμο RN2 από την πρωτεύουσα Tananarive που οδηγεί στο λιμάνι του Tamatave. Σε κάποιο σημείο υπάρχει ένας χωματόδρομος μήκους επτά χιλιομέτρων που οδηγεί στο χωριό Manambato. Επτά χιλιόμετρα, τα οποία ένα τζιπ διανύει σε περίπου μία ώρα, μια και οι λακκούβες του δρόμου μοιάζουν με κρατήρες ηφαιστείου. Απέναντι από το Manambato και σε απόσταση 1,5-2 χιλιόμετρων ξετυλίγεται μια στενή λωρίδα λευκής άμμου στολισμένη με κοκοφοίνικες μεταξύ των οκτώ λιμνών και του ωκεανού, όπου βρίσκονται αποκομμένα τα χωριά των Πανγκαλάνες.
Αν και οι οκτώ λίμνες κράτησαν την ονομασία τους (Rasoabe, Rasoamasay, Ampitabe κ.λπ.), όλο αυτό το υδάτινο σύμπαν από λίμνες και κανάλια πήρε την ονομασία «κανάλι των Πανγκαλάνες» από τα κανάλια που άνοιξαν οι Γάλλοι για να συνδέουν μεταξύ τους τις λίμνες, αρχής γενομένης στις 30 Μαΐου του 1896, δημιουργώντας εμπορικούς δρόμους έως το λιμάνι του Tamatave.
Μια μικρή βάρκα με μεταφέρει στο χωριό Ampanotoamaizna. Το τοπίο είναι παρθένο και κάτω από ένα μικρό δάσος από κοκοφοίνικες κουρνιάζει ένα χωριό ψαθοκαλύβων. Εδώ δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα και οι κάτοικοί του χρησιμοποιούν το κάρβουνο για να μαγειρέψουν και να ζεσταθούν την περίοδο των μουσώνων. Γυναίκες και νεαρές κοπέλες πλένουν τα ρούχα στην άκρη της λίμνης, ενώ οι άνδρες απουσιάζουν γιατί ψαρεύουν στον ανοιχτό ωκεανό. Το τοπίο είναι μαγευτικό, ειδυλλιακό και παραπέμπει στις αρχές της δημιουργίας. Τα πρόσωπα είναι καθαρά, το ίδιο και τα βλέμματα, που είναι απαλλαγμένα από τις τσίμπλες του πολιτισμού.
Περιδιαβαίνω το μικρό χωριό και συναντώ παντού χαμογελαστά πρόσωπα. Δέχομαι νεύματα καλωσορίσματος από τους γηραιότερους και ακούω ένα «tonga soa» (καλωσήρθες) από τους νεότερους. Εδώ τον μετρονόμο της καθημερινότητας τον ορίζει η διάκριση μέρας και νύχτας. Όλα γίνονται πολύ νωρίς το πρωί για να περάσουν στον χρόνο της συνεύρεσης και της αναψυχής τις απογευματινές ώρες.
Το δεύτερο χωριό είναι το Anciranokoditra στη λίμνη Ampitabe, όπου οδηγούμαστε μέσα από ένα υπέροχο στενό κανάλι με μαγευτική βλάστηση, που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τον κήπο της Εδέμ – η φύση στην πιο αρμονική της έκφραση. Και εδώ, όπως και στο Ampanotoamaizna, νιώθεις ότι βρίσκεσαι στην απαρχή του χρόνου, όπου η ζωή υπακούει στις εναλλαγές μέρας-νύχτας, στις εποχές, στον «ανθρώπινο χρόνο» που πλάθει τις αξίες του. Εδώ κυριαρχεί ο ανθρώπινος χρόνος, οι παραδόσεις, οι ρίζες, οι άνθρωποι, η γαλήνη και όχι τα υλικά αγαθά. Δεν διαμαρτύρεται κανείς για τίποτα. Η μητέρα φύση και η ζωή επιβάλλουν τους αρχέγονους κανόνες τους, τις δικές τους ισορροπίες. Στον σύγχρονο τεχνολογικό κόσμο όπου ζούμε οι άνθρωποι διαμαρτύρονται για ασήμαντα πράγματα, όπως μια βροχούλα που διατάραξε το πρόγραμμά τους ή μια μικρή καθυστέρηση του μετρό 3-4 λεπτών…
Κοιτάζω τα τραχιά, αλλά γαλήνια πρόσωπα μερικών ανδρών και γυναικών, τα γλυκά τους χαμόγελα, τα διαυγή βλέμματά τους και διακρίνω την ύπαρξη του παλιού ανθρώπινου πολιτισμού, όπου βασίλευαν οι παραδόσεις, οι ρίζες, οι μνήμες, οι άνθρωποι, οι πρόγονοι. Όλα αυτά μοιάζουν να ξορκίζουν την πενία τους, κάνοντάς τους πλούσιους, πιο πλούσιους από τους ανθρώπους της Δύσης, πιο ανθεκτικούς, περισσότερο περήφανους. Όλα αυτά τους προφυλάσσουν από τη λήθη και τη λησμονιά, το ξερίζωμα στο οποίο οδηγεί τους ανθρώπους ο τεχνοκρατικός πολιτισμός.
Διασχίζοντας το χωριό και φθάνοντας στην ακτή, όπου σκάνε τα άγρια κύματά του Ινδικού Ωκεανού, πέφτω στην επιστροφή των ψαράδων. Εδώ οι ψαράδες ψαρεύουν με κίνδυνο της ζωής τους. Με μικρά μονόξυλα σκαλισμένα σε κορμό δέντρου ανοίγονται στον ωκεανό και είναι υποχρεωμένοι να περάσουν 4-5 σειρές ψηλών κυμάτων. Η επιστροφή όμως είναι πιο επώδυνη, εφόσον το τελευταίο κύμα εκσφενδονίζει αυτούς και τα μονόξυλά τους αρκετά μέτρα στην αμμουδιά.
Εγκαταλείποντας το χωριό, παρατήρησα ότι σε δύο ψαθοκαλύβες υπήρχαν δύο μικρά ηλιακά πάνελ, με τα οποία φορτίζουν τα κινητά τηλέφωνα. Έβαλα τον βαρκάρη μου να ρωτήσει και έμαθε ότι δύο νεαροί ψαράδες είχαν κινητά τηλέφωνα που τους είχε προμηθεύσει μέσω κάποιου προγράμματος μία από τις ΜΚΟ που δρούσε στο νησί. Τρόμαξα. Είχα έρθει στον παράδεισο και διαπίστωνα την ύπαρξη κινητών τηλεφώνων. Δεν υπήρχε ηλεκτροδότηση, πόσιμο νερό, σχολείο, κάποιο λιμάνι, αλλά υπήρχαν κινητά. Η τεχνολογία, μέσω των κινητών, είχε διεισδύσει σε αυτό το παρθένο κομμάτι του πλανήτη. Αλήθεια, για πόσο καιρό ακόμα αυτός ο παράδεισος θα παρέμενε παράδεισος;
Στη λίμνη Ampitabe όπου βρισκόμουν, και σημαίνει «ονειροφωλιά», υπάρχει ένα μικρό νησί έκτασης τριών εκταρίων που ονομάζεται «νησί των πετεινών». Αυτό το νησάκι, που αποτελεί ένα μικρό φυσικό ιδιωτικό πάρκο του ξενοδοχείου Palmarium, φιλοξενεί ελάχιστους νυχτόβιους λεμούριους, τους άι-άι. Οι επιχειρηματίες του Palmarium εκμεταλλεύονται την ύπαρξη των άι-άι και κοστολογούν ένα πακέτο υπηρεσιών που συμπεριλαμβάνει μεταφορά με σκάφος από το χωριό Manambato στη λίμνη Ampitabe, διαμονή στο Palmarium και επίσκεψη/ξενάγηση στο «νησί των πετεινών» τη νύχτα μερικές εκατοντάδες δολάρια ανά πλούσιο επισκέπτη, όταν το 60% του πληθυσμού της Μαδαγασκάρης καταναλώνει γύρω στα 30 λεπτά του ευρώ την ημέρα. Μία ακόμα «παγίδα για τουρίστες», επικίνδυνη για τη διατάραξη του παράδεισου.
Έμαθα για την ύπαρξη των άι-άι αρκετά χρόνια πριν, από τον Άγγλο χιουμοριστικό συγγραφέα Ντάγκλας Άνταμς, («Τουρίστες στον πλανήτη Γη»), όταν έψαχνε να τα βρει, το 1985, σε ένα ειδυλλιακό νησάκι, το Μαγκαμπέ, στη νοτιοανατολική ακτή της Μαδαγασκάρης, που αποτελούσε και το τελευταίο καταφύγιό τους επί της γης. Τα λιγοστά άι-άι είχαν μεταφερθεί στη νήσο Μαγκαμπέ γύρω στο 1965 για να μην εξαφανιστούν. Δεν ξέρω πώς βρέθηκαν έστω και ελάχιστα άι-άι στο «νησί των πετεινών», που γεμίζουν τα ξενοδοχεία της λίμνης Ampitabe με πλούσιους τουρίστες.
Το απαγορευτικό κόστος της επίσκεψης με απέτρεψε από οποιαδήποτε απόπειρα, αν και η περιγραφή που είχε δώσει για τα άι-άι ο Ντάγκλας Άνταμς με προκαλούσε να τα δω πολύ πριν από το ταξίδι: «Πρόκειται για ένα πολύ περίεργο ζώο που μοιάζει να έχει συναρμολογηθεί από κομματάκια άλλων ζώων. Θυμίζει κάπως μεγάλο γάτο με αυτιά νυχτερίδας, δόντια κάστορα, ουρά σαν φτερά στρουθοκαμήλου, μεσαίο δάχτυλο σαν μακρύ ξερό κλαδί και τεράστια μάτια που δείχνουν να ατενίζουν πέρα από σένα, έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, ο οποίος εντοπίζεται ακριβώς πάνω από τον αριστερό σου ώμο».
Μερικές εβδομάδες αργότερα, στο Hell-Ville, την πρωτεύουσα του νησιού Nosy Be, του πιο τουριστικού προορισμού της Μαδαγασκάρης, έξω από το night-market της Κεντρικής Αγοράς παρατηρώ πλήθος νεαρών ψαράδων και μικροπωλητών να παρακολουθεί εκστασιασμένο σε μια γιγαντοοθόνη τα επιτεύγματα του δυτικού κόσμου: πολυτελή σπορ αυτοκίνητα, ουρανοξύστες, επαύλεις με πισίνες, νέους καλοντυμένους ανθρώπους με εκθαμβωτικά χαμόγελα. Όλα αυτά σε μια πάμφτωχη κοινωνία. Η πλούσια Δύση έκλεινε επιδεικτικά το μάτι στους φτωχούς νέους του Nosy Be.
Σύντομα όλα αυτά θα μπορούν να τα δουν στην οθόνη του κινητού τους. Οι πλανεύτρες εικόνες θα τους καλούν σαν τις σειρήνες να εγκαταλείψουν τη γη των προγόνων τους, δημιουργώντας τους την ψευδαίσθηση ότι η απόκτησή τους ισούται με το κόστος ενός αεροπορικού εισιτηρίου. Οι παραδεισένιοι τόποι τους, είτε το Nosy Be είτε τα χωριά των Πανγκαλάνες, δύσκολα θα μπορέσουν να τους κρατήσουν. Τότε οι σειρήνες του υλικού πλούτου και οι ψευδαισθήσεις είναι πιθανό να τους οδηγήσουν στην κόλαση των hot-spots κάποιας πολιτισμένης χώρας της Δύσης.
Κοιτάζω γύρω μου, στην εποχή του Covid-19, και βλέπω παντού νέες και νέους καλωδιωμένους, με καρφωμένο το βλέμμα στο κινητό τους, απορροφημένους από μια εικονική πραγματικότητα και αποκομμένους εντελώς από το εξωτερικό περιβάλλον, την «αληθινή πραγματικότητα». Η τηλεργασία, οι νέες τεχνολογίες, τα κοινωνικά δίκτυα, τα κινητά, τείνουν να δημιουργήσουν, ακόμα και στη μετα-Covid εποχή, πολύ περισσότερους μοναχικούς ανθρώπους, εκτεθειμένους σε μια άναρχη και άυλη πολυκοσμία. Πολλοί φαίνεται να είναι διατεθειμένοι να ζήσουν την εποχή μετά τον κορωνοϊό ακριβώς όπως και πριν από αυτόν.
Η τεχνολογία μοιάζει να επιδρά καταλυτικά στη σταδιακή εξαφάνιση του πολιτισμού της κοινωνικής συνεύρεσης και στην ανάδειξη της ατομικότητας έναντι της συλλογικότητας. Ο σύγχρονος άνθρωπος, αποκομμένος από τα κύρια συστατικά της ζωής, μοιάζει να βρίσκεται σε ύπνωση και έχει γίνει δεκτικός στις αυταπάτες, ενώ έχει την ψευδαίσθηση ότι ζει. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν ακούει πια το καμπανάκι του χρόνου.
Τα χωριά των Πανγκαλάνες θα συνεχίσουν να υπάρχουν, εφόσον οι άνθρωποι που ζουν σε αυτά συνεχίσουν να τραγουδάνε τα βράδια κάτω από τον λαμπερό έναστρο ουρανό και να διηγούνται μικρές ιστορίες, τις ιστορίες των προγόνων τους. Όταν δεν θα υπάρχουν μικρές ιστορίες για να διηγηθούν, όταν η πραγματικότητα θα έχει αντικατασταθεί από μια άλλη, «εικονική», τότε θα βασιλέψουν η λήθη, η λησμονιά, η εγκατάλειψη, θα είναι το τέλος του παράδεισου.
Δεν μπορώ να φανταστώ ότι σε μια μετα-Covid εποχή, πιθανότατα ανασφαλή, οι έμποροι των ταξιδιών θα αντικαταστήσουν τους «πραγματικούς» παράδεισους με τεχνητούς, με εικονικές διακοπές, όπως συμβαίνει στην ταινία του Πολ Βερχόφεν, «Total Recall» («Ολική Επαναφορά», 1990), όπου ο Άρλολντ Σβαρτσενέγκερ επιχειρεί να αγοράσει από την ταξιδιωτική εταιρεία «Ρικόλ» αναμνήσεις διακοπών με την εμφύτευση ενός τσιπ. «Πιο φθηνές, καλύτερες και πιο ασφαλείς από τις αληθινές» διακηρύσσει ο πωλητής.
«Πόσο αληθινό φαίνεται το ταξίδι;» ρωτά ο Σβαρτσενέγκερ. «Όσο και μια ανάμνηση» απαντά ο πωλητής. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι, μελλοντικά, ακόμα και για λόγους Covid, τα ταξίδια θα είναι ψεύτικα, εικονικά, μια «αγορά αναμνήσεων». Τουλάχιστον για μένα ο παράδεισος των Πανγκαλάνες ήταν πραγματικός και οι αναμνήσεις μου αληθινές.
(Αναδημοσίευση από lifo.gr, φωτ.: Στέλιος Βαρβαρέσος)